- λιο-
- (I)α' συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο)-* (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η-, και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα, λιοκαμένος) είτε μοιάζει με τον ήλιο (λιόκαλος, λιόλαμπρος).Παραδείγματα λ. με λιο-: λιόβαρος, λιοβασίλεμα, λιόβγαλμα, λιοβολιά, λιοβόρι, λιογέννητος, λιόγερμα, λιόδρομο, λιοκάθισμα, λιόκαλος, λιόκαυμα, λιοκαμένος, λιόκαυτος, λιόκουρο, λιόκριση, λιόκρουγμα, λιόκρουση, λιόλαμπρος, λιόλουστος, λιόμορφος, λιόξανθος, λιοπερίχυτος, λιοπύρι, λιόσπορος, λιοστρόφι, λιοτρόπι, λιόφεγγο, λιόχαρος, λιόχρυσος, λιοχρύσωμα.————————(II)α' συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από το ελαιο-(< ἐλαία) με σίγηση τού αρκτικού ε- και συνίζηση (ἐλαία > ελιά*)δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β' συνθετικό αναφέρεται στην ελιά (δέντρο ή καρπό).Παραδείγματα λ. με λιο-: λιόδεντρο, λιόκλαδο, λιοκόκκι, λιοκούκουτσο, λιόλαδο, λιομάζωμα, λιομαζώχτρα, λιόξυλα, λιοστάσι, λιοτριβ(ε)ιό, λιοφάγος, λιόφυτος.
Dictionary of Greek. 2013.